- απαλόσαρκος
- -η, -ο (Α ἁπαλόσαρκος, -ον)αυτός που έχει απαλή, τρυφερή σάρκα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
SCARUS — principem inter pisces saxatiles, iudice Galenô, locum tenet. pro quo Diphilus est apud Athenaeum l. 8. Χκάρος ἁπαλόσαρκος, ψαθυρὸς, γλυκὺς, κοῦφος, ἐυπεπτος, ἐυανοίδοτος, ἐυκοίλιος. Scarus tenerâ est carne, friatilis, dulcis, levis, concoctu… … Hofmann J. Lexicon universale
απαλο- — (AM ἁπαλο ). [ΕΤΥΜΟΛ. < απαλός. Χρησιμεύει ως α συνθετικό αρκετών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής και σημαίνει τον απαλό, τον τρυφερό, τον μαλακό σε σχέση προς αυτό που δηλώνει το β συνθετικό της λέξης. Πρβλ. απαλόσαρκος,… … Dictionary of Greek
απαλός — ή, ό (AM ἁπαλός, ή, όν) 1. μαλακός στην αφή, τρυφερός 2. (για πρόσωπα) αβρός, τρυφερός νεοελλ. 1. (για χρώματα) όχι έντονος, ανοιχτός 2. (για ήχους) χαμηλός, ξεκούραστος, διακριτικός 3. φρ. «εξ απαλών ονύχων» από την πολύ μικρή, την παιδική… … Dictionary of Greek
αφράτος — η, ο [αφρός] 1. αυτός που είναι μαλακός σαν αφρός 2. εύθρυπτος, ευκολότριφτος 3. (για ανθρώπους ή για το δέρμα τους) λευκός, δροσερός, απαλόσαρκος … Dictionary of Greek
λινόσαρκος — λινόσαρκος, ον (Α) αυτός που έχει σώμα λευκό και απαλό, απαλόσαρκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. απαλό σαρκος, λιπό σαρκος] … Dictionary of Greek
σάρκα — η / σάρξ, σαρκός, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύρξ Α 1. το μυώδες μέρος τού σώματος τών ανθρώπων και τών ζώων, το κρέας (α. «στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα / μυρίζονται τη σάρκα», Ελύτης β. «ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα», Ομ. Οδ.) 2. το μέρος αυτό τού… … Dictionary of Greek